μεθομήρεος

μεθομήρεος
μεθομήρεος
1 accompanying c. gen. Et. Mag., Πίνδαρος δὲ ἐν ὕμνοις· ἐρίφων μεθομήρεον, οἷον ὁμοῦ καὶ μετ' αὐτῶν πορευόμενον of Pan? fr. 47.

Lexicon to Pindar. . 2010.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • μεθομήρεος — μεθομήρεος, ὁ (Α) αυτός ο οποίος ακολουθεί κάποιον ή αυτός που πορεύεται μαζί με κάποιον, ακόλουθος, οπαδός («μεθομήρεος ἐρίφων», Πίνδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α) * + ομήρεος (< ὅμηρος)] …   Dictionary of Greek

  • μεθομήρεον — μεθομήρεος companion masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”