- μεθομήρεος
- μεθομήρεος1 accompanying c. gen. Et. Mag., Πίνδαρος δὲ ἐν ὕμνοις· ἐρίφων μεθομήρεον, οἷον ὁμοῦ καὶ μετ' αὐτῶν πορευόμενον of Pan? fr. 47.
Lexicon to Pindar. William J.. 2010.
Lexicon to Pindar. William J.. 2010.
μεθομήρεος — μεθομήρεος, ὁ (Α) αυτός ο οποίος ακολουθεί κάποιον ή αυτός που πορεύεται μαζί με κάποιον, ακόλουθος, οπαδός («μεθομήρεος ἐρίφων», Πίνδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α) * + ομήρεος (< ὅμηρος)] … Dictionary of Greek
μεθομήρεον — μεθομήρεος companion masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)